ξερόψωμο

ξερόψωμο
το
1. ψωμί ξερό, μπαγιάτικο.
2. ψωμί που τρώγεται χωρίς προσφάγι: Πέρασα σήμερα με ξερόψωμο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξερόψωμο — το 1. ψωμί ξερό, μπαγιάτικο 2. ψωμί που τρώγεται μόνο, χωρίς άλλο προσφάγι …   Dictionary of Greek

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”